- αμόνοιαστος
- -η, -ο [μονοιάζω]αυτός που δεν μονοιάζει, δεν ζει σε ομόνοια με άλλους, δύστροπος, φιλόνικος, ασυμβίβαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμόνοιαστος — η, ο αυτός που δε μονοιάζει μ άλλον, ο δύστροπος: Ζούσε με την πεθερά της, αλλά ήταν αμόνοιαστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)